- πολυγώνων
- πολύγωνονpolygonalneut gen plπολύγωνοςpolygonalmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Диофант Александрийский — В Википедии есть статьи о других людях с именем Диофант. Диофант Александрийский (др. греч … Википедия
Diophantos — Diophantos, 1) D. aus Amphitrope, griechischer Redner, Freund des Demosthenes u. 352 v. Chr. Zeuge für diesen gegen Äschines. 2) D. aus Alexandria, Mathematiker des 4. Jahrhunderts n.Chr.; er schr.: Περὶ τῶν ἀρὶϑμῶν πολυγώνων (über die… … Pierer's Universal-Lexikon
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
πολυγωνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολύγωνο ή μοιάζει με πολύγωνο 2. φρ. α) «πολυγωνικό μέτωπο» στρ. μέτωπο οχυρωμένο κατά πολυγωνική γραμμή β) «πολυγωνικά εδάφη» (γεωμορφ.) μορφές συνεχόμενων πολυγώνων στο έδαφος και στα επιφανειακά… … Dictionary of Greek
πολύτοπο — το, Ν μαθημ. κυρτό υποσύνολο ενός πολυδιάστατου ευκλείδειου χώρου Rn(n>3), αντίστοιχο τών κυρτών πολυγώνων τού R2 (επίπεδου) και τών κυρτών πολυέδρων τού R3 (χώρου) … Dictionary of Greek
Διόφαντος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Λυκία, αλλά ασκούσε το επάγγελμά του στην Αλεξάνδρεια. O Γαληνός τον αναφέρει και ως χειρουργό. 2. Ιστορικός και γεωγράφος (3ος αι. π.Χ.). Έγραψε το έργο Ποντικαί ιστορίαι. 3.… … Dictionary of Greek
Ζηνόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης (1ος αι. μ.Χ.). Φιλοτέχνησε μεγάλο άγαλμα του Ερμή, για το οποίο εργάστηκε 10 χρόνια, καθώς και ένα άγαλμα του Νέρωνα, υψηλότερο από τον Κολοσσό της Ρόδου (40 μ. ύψος). 2. Μαθηματικός της λεγόμενης πρώτης… … Dictionary of Greek
Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… … Dictionary of Greek